- διαρπάζεται
- διαρπάζωtear in piecespres ind mp 3rd sgδιαρπάζωtear in piecespres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκύλο — το / σκῡλον, ΝΑ καθετί που διαρπάζεται από σκοτωμένο στρατιώτη, προϊόν σκύλευσης («τὰς πτέρυγας... τῇ Νίκῃ φορεῑν ἔδοσαν... σκῡλον ἀπὸ τῶν πολεμίων», Αριστοφ.) αρχ. 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκῡλα τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό,… … Dictionary of Greek